Σε αυτή τη σελίδα: big headed, bigheaded

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
big headed,
big-headed
adj
figurative, informal (conceited)αλαζόνας μτχ.
  (μεταφορικά, αργκό)ψωνισμένος, καβαλημένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)που έχει καβαλήσει το καλάμι έκφρ
Σχόλιο: hyphen used when term is before a noun
 The excessive praise for his last project has made him big headed.
 Οι υπερβολικοί έπαινοι για το τελευταίο του πρότζεκτ τον έκαναν αλαζόνα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από τότε που έγινε διευθυντής έχει καβαλήσει το καλάμι και μιλάει σε όλους αφ' υψηλού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bigheaded,
big-headed
adj
figurative, pejorative, informal (conceited) (ανεπ: υπερόπτης, αλαζόνας)ξιπασμένος, φαντασμένος επίθ
  (μεταφορικά)ψωνισμένος, καβαλημένος μτχ πρκ
  καβαλημένο καλάμι έκφρ
 Alfie is so bigheaded, he thinks all the girls in his class must fancy him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση big headed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «big headed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!